Возлагать στα ελληνικά
Μετάφραση: возлагать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόπος, ξαπλώνω, τοποθετώ, μέρος, ξεκουράζομαι, εμπιστεύομαι, ησυχασμός, φανελάκι, κοσμικός, στρώνω, αναθέτω, βάζω, φανέλα, υπόλοιπος, θέση, τόπο, χώρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возить στα ελληνικά - μεταδίδω, διαβιβάζω, κουβαλώ, μεταφορά, μεταφέρω, συνεπαίρνω, μεταβιβάζω, ...
- возиться στα ελληνικά - ρίχνω, μαστόρεμα, χαλκωματάς, τενεκετζής, γανωματής, μπαλώνω
- возле στα ελληνικά - πλάι, γύρω, περί, σε, δίπλα, από, κοντά, ...
- возлежание στα ελληνικά - θητεία, του υφιστάμενου προμηθευτή, υφιστάμενου προμηθευτή, παρουσία του υφιστάμενου προμηθευτή, κατοχή αξιώματος
Τυχαίες λέξεις
Возлагать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόπος, ξαπλώνω, τοποθετώ, μέρος, ξεκουράζομαι, εμπιστεύομαι, ησυχασμός, φανελάκι, κοσμικός, στρώνω, αναθέτω, βάζω, φανέλα, υπόλοιπος, θέση, τόπο, χώρα
Μεταφράσεις: τόπος, ξαπλώνω, τοποθετώ, μέρος, ξεκουράζομαι, εμπιστεύομαι, ησυχασμός, φανελάκι, κοσμικός, στρώνω, αναθέτω, βάζω, φανέλα, υπόλοιπος, θέση, τόπο, χώρα