Возмещать στα ελληνικά
Μετάφραση: возмещать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκαθιστώ, παροχή, αναστηλώνω, χορήγηση, ανακτώ, επισκευή, επισκευάζω, εξαγοράζω, ξεπληρώνω, αντισταθμίζω, παρέχω, ανταμείβω, πληρώνω, αποζημιώνω, πληρωμή, εξιλεώνομαι, επιστροφή, επιστρέφει, επιστρέψει, να επιστρέψει, επιστρέφουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возместить στα ελληνικά - εξιλεώνομαι, αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αμοιβή, αποζημιώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, ...
- возмещаемый στα ελληνικά - επιστρέφεται, επιστρεπτέα, επιστρέψιμη, επιστρέφονται, επιστρέψιμο
- возмещающий στα ελληνικά - με αποζημίωση, σχετικών με αποζημίωση
- возмещение στα ελληνικά - γυρίζω, αποκατάσταση, επιστροφή, αμοιβή, ανάρρωση, αποζημίωση, αποπληρωμή, ...
Τυχαίες λέξεις
Возмещать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκαθιστώ, παροχή, αναστηλώνω, χορήγηση, ανακτώ, επισκευή, επισκευάζω, εξαγοράζω, ξεπληρώνω, αντισταθμίζω, παρέχω, ανταμείβω, πληρώνω, αποζημιώνω, πληρωμή, εξιλεώνομαι, επιστροφή, επιστρέφει, επιστρέψει, να επιστρέψει, επιστρέφουν
Μεταφράσεις: αποκαθιστώ, παροχή, αναστηλώνω, χορήγηση, ανακτώ, επισκευή, επισκευάζω, εξαγοράζω, ξεπληρώνω, αντισταθμίζω, παρέχω, ανταμείβω, πληρώνω, αποζημιώνω, πληρωμή, εξιλεώνομαι, επιστροφή, επιστρέφει, επιστρέψει, να επιστρέψει, επιστρέφουν