Волглый στα ελληνικά
Μετάφραση: волглый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοτισμένος, νωπός, υγρός, volgly
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вол στα ελληνικά - καθοδηγώ, βόδι, ox, βοδιού, οχ, το βόδι
- волан στα ελληνικά - κόμματος, πουλί, φτερό, Φτερού, shuttlecock, Ποδοπτέρισης
- волгоград στα ελληνικά - Βολγκογκράντ, Volgograd, Βόλγκογκραντ, βόλγογκραντ, Βόλγκοκραντ
- волдырь στα ελληνικά - φούσκα, πρήξιμο, φουσκάλα, κραδασμός, καρούμπαλο, κύρτωμα, φλεγμονή, ...
Τυχαίες λέξεις
Волглый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοτισμένος, νωπός, υγρός, volgly
Μεταφράσεις: νοτισμένος, νωπός, υγρός, volgly