Волокно στα ελληνικά
Μετάφραση: волокно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίνα, χορδή, δημητριακά, σπυρί, κόκκος, νημάτιο, ινών, ίνες, ίνας, φυτικές ίνες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- волокитчик στα ελληνικά - volokitchik
- волокнистый στα ελληνικά - ινώδης, ινώδη, ινώδους, ινώδες, ινώδεις
- волокноотделитель στα ελληνικά - εκκοκκιστήριο βάμβακος, τζιν βαμβάκι, βαμβακοσυλλεκτικές, τις βαμβακοσυλλεκτικές
- волоконце στα ελληνικά - λεπτή ίνα, ινιδίων, ινιδίου, ινίδιο, ινίδια
Τυχαίες λέξεις
Волокно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίνα, χορδή, δημητριακά, σπυρί, κόκκος, νημάτιο, ινών, ίνες, ίνας, φυτικές ίνες
Μεταφράσεις: ίνα, χορδή, δημητριακά, σπυρί, κόκκος, νημάτιο, ινών, ίνες, ίνας, φυτικές ίνες