Вонь στα ελληνικά

Μετάφραση: вонь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρόμα, δυσωδία, βρομιά, βρομώ, βρώμα, μπόχα, δυσοσμία, κακοσμία
Вонь στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вонзить στα ελληνικά - μπήγω, μπηχτή, καταδύομαι, βουτώ, πέφτω, χωμένος, ώθηση, ...
  • вонища στα ελληνικά - βρώμα, μπόχα, βρομιά, βρομώ, βρόμα, δυσωδία, vonischa
  • вонючий στα ελληνικά - παλαιός, γέρικος, απαίσιος, ανέντιμος, βρόμικος, γέρος, δύσοσμος, ...
  • вонючка στα ελληνικά - κουνάβι, παλιάνθρωπος, Skunk, μεφιτίδων, μεφίτιδα, Το Skunk
Τυχαίες λέξεις
Вонь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρόμα, δυσωδία, βρομιά, βρομώ, βρώμα, μπόχα, δυσοσμία, κακοσμία