Вопиющий στα ελληνικά
Μετάφραση: вопиющий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θλιβερός, κλάψιμο, αισχρός, ολοφάνερος, χονδροειδής, πρόστυχος, ακαθάριστος, σοβαρός, εξωφρενικός, χοντρός, σκανδαλώδης, εμφανής, κλάμα, διαβόητος, ανήκουστος, κατάφωρες, έκδηλες, σκανδαλώδη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вооружить στα ελληνικά - μπράτσο, χέρι, όπλο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
- вопить στα ελληνικά - φωνάζω, στριγγλίζω, στριγκλίζω, ουρλιάζω, κραυγή, φωνάζουν, φωνάξει, ...
- воплотить στα ελληνικά - εκφράζω, προσωποποιώ, συσσωματώνω, ενσωματώνω, παριστάνω, ενσαρκώνω, μεταφράζω, ...
- воплотиться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, που έγινε πραγματικότητα, έγινε πραγματικότητα, να έρθουν αληθινός, να γίνει πραγματικότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Вопиющий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θλιβερός, κλάψιμο, αισχρός, ολοφάνερος, χονδροειδής, πρόστυχος, ακαθάριστος, σοβαρός, εξωφρενικός, χοντρός, σκανδαλώδης, εμφανής, κλάμα, διαβόητος, ανήκουστος, κατάφωρες, έκδηλες, σκανδαλώδη
Μεταφράσεις: θλιβερός, κλάψιμο, αισχρός, ολοφάνερος, χονδροειδής, πρόστυχος, ακαθάριστος, σοβαρός, εξωφρενικός, χοντρός, σκανδαλώδης, εμφανής, κλάμα, διαβόητος, ανήκουστος, κατάφωρες, έκδηλες, σκανδαλώδη