Время στα ελληνικά

Μετάφραση: время, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάστημα, ώρα, χρόνος, περίοδος, μέρα, αύριο, καιρός, κατοικία, φορά, χρόνο, χρόνου
Время στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • временный στα ελληνικά - ξέγνοιαστος, προσωρινός, ανεπίσημος, πρόσκαιρος, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, ...
  • временщик στα ελληνικά - αγαπημένος, προσωρινά απασχολούμενος, προσωρινά εργαζόμενου, προσωρινά εργαζόμενο, προσωρινά εργαζόμενος, προσωρινά απασχολουμένου
  • времяисчисление στα ελληνικά - ημερολόγιο, vremyaischislenie
  • времяпрепровождение στα ελληνικά - χόμπι, ενασχόληση, απασχόληση, διασκέδαση, παιχνίδι, ασχολία
Τυχαίες λέξεις
Время στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάστημα, ώρα, χρόνος, περίοδος, μέρα, αύριο, καιρός, κατοικία, φορά, χρόνο, χρόνου