Κατοικία στα ρωσικά

Μετάφραση: κατοικία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
житель, время, резиденция, местопребывание, пребывание, обиталище, месторасположение, обитель, помещение, жилище, проживание, жилье, жительство, местожительство, дом, дома, доме, здание
Κατοικία στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικία

κατοικία νετ, κατοικία και διακόσμηση, κατοικία wikipedia, κατοικία ιστορική εξέλιξη, κατοικία real estate χαρά γεωργακοπούλου, κατοικία λεξικό γλώσσας ρωσικά, κατοικία στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κατηφορίζω στα ρωσικά - отвес, уклон, скос, косогор, скат, укос, наклон, ...
  • κατοικήσιμος στα ρωσικά - жилой, обитаемый, удобный, заселенный, жилая, обитаемой, как жилая, ...
  • κατοικίδιος στα ρωσικά - внутренний, семейный, домашний, отечественный, бытовой, семейственный, окультуренный, ...
  • κατοικημένος στα ρωσικά - жилой, жилищный, жилая недвижимость, Жилая, жилых, жилое
Τυχαίες λέξεις
Κατοικία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: житель, время, резиденция, местопребывание, пребывание, обиталище, месторасположение, обитель, помещение, жилище, проживание, жилье, жительство, местожительство, дом, дома, доме, здание