Всхлипывать στα ελληνικά
Μετάφραση: всхлипывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λυγμός, αναφιλητό, sob, λυγμό, λυγμούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- всхлипнуть στα ελληνικά - λυγμός, κλαψούρισμα, whimper, κλαψουρίζω, κλαυθμυρίζω
- всхлипывание στα ελληνικά - λυγμός, αναφιλητό, sob, λυγμό, λυγμούς
- всходить στα ελληνικά - άνοιξη, πηγαίνω, αναπηδώ, ορθώνομαι, εκτινάσσομαι, αύξηση, αυξάνομαι, ...
- всходы στα ελληνικά - ρελιάζω, πλέκω, κοτσίδα, νεαρό, νεαρών, νεαρός, νεαρή, ...
Τυχαίες λέξεις
Всхлипывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λυγμός, αναφιλητό, sob, λυγμό, λυγμούς
Μεταφράσεις: λυγμός, αναφιλητό, sob, λυγμό, λυγμούς