Выдержанный στα ελληνικά
Μετάφραση: выдержанный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεστός, γενναιόδωρος, μέτριος, μετριοπαθής, επιφυλακτικός, ώριμος, ανοιχτοχέρης, μεστώνω, μετριάζω, ωριμάζω, κρατημένος, ωριμασμένο, καρυκεύματα, έμπειρος, έμπειρο, καρυκευμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выделяющий στα ελληνικά - ξεχωρίζοντας, να δακτυλοδεικτείται, δακτυλοδεικτείται, εντοπίζοντας στην, επιλογή μόνον
- выдержанность στα ελληνικά - ωριμότητα, ωριμότης
- выдержать στα ελληνικά - επιζώ, τελευταίος, υποστηρίζω, φτουρώ, γεννώ, εξέδρα, συντηρώ, ...
- выдерживание στα ελληνικά - άρτυμα, γηράσκων, γήρανσης, γήρανση, γήρανση του, γήρανσης του
Τυχαίες λέξεις
Выдержанный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεστός, γενναιόδωρος, μέτριος, μετριοπαθής, επιφυλακτικός, ώριμος, ανοιχτοχέρης, μεστώνω, μετριάζω, ωριμάζω, κρατημένος, ωριμασμένο, καρυκεύματα, έμπειρος, έμπειρο, καρυκευμένο
Μεταφράσεις: μεστός, γενναιόδωρος, μέτριος, μετριοπαθής, επιφυλακτικός, ώριμος, ανοιχτοχέρης, μεστώνω, μετριάζω, ωριμάζω, κρατημένος, ωριμασμένο, καρυκεύματα, έμπειρος, έμπειρο, καρυκευμένο