Выливать στα ελληνικά
Μετάφραση: выливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδειος, ρίχνω, βάζω, χιμώ, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
Μεταφράσεις
- вылечивать στα ελληνικά - αλατίζω, παστώνω, καπνίζω, θεραπεύω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, ...
- вылечить στα ελληνικά - γιατρεύω, επουλώνομαι, αλατίζω, καπνίζω, παστώνω, επουλώνω, θεραπεύω, ...
- выливаться στα ελληνικά - ροή, ρέω, χύστε, ρίχνουμε, χύσει, ρίξτε, ροής
- вылизать στα ελληνικά - γλείφω, συντρίβω, νικώ, γλείψιμο, lick, γλείφουν, δαρμός
Τυχαίες λέξεις
Выливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδειος, ρίχνω, βάζω, χιμώ, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
Μεταφράσεις: άδειος, ρίχνω, βάζω, χιμώ, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε