Высовывать στα ελληνικά
Μετάφραση: высовывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπήγω, προωθώ, ώθηση, εξέχω, προάγω, σπρώξιμο, χωμένος, σπρώχνω, τίθεται, σβήσει, που τίθεται, τεθεί εκτός, βάλει έξω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- высмеять στα ελληνικά - ειρωνεία, χλευασμός, σαρκάζω, περιγελώ, χλευάζω, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, ...
- высовывание στα ελληνικά - προεξοχή, προεξοχής, προεκβολή, η προεξοχή, την προεξοχή
- высовываться στα ελληνικά - κουτουλώ, εξέχω, σπρώξιμο, σπρώχνω, προεξέχουν, προεξέχει, να προεξέχουν, ...
- высокий στα ελληνικά - οξυδερκής, βαρύς, οξύς, πανύψηλος, αλύγιστος, έντονος, άκαμπτος, ...
Τυχαίες λέξεις
Высовывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπήγω, προωθώ, ώθηση, εξέχω, προάγω, σπρώξιμο, χωμένος, σπρώχνω, τίθεται, σβήσει, που τίθεται, τεθεί εκτός, βάλει έξω
Μεταφράσεις: μπήγω, προωθώ, ώθηση, εξέχω, προάγω, σπρώξιμο, χωμένος, σπρώχνω, τίθεται, σβήσει, που τίθεται, τεθεί εκτός, βάλει έξω