Выходной στα ελληνικά
Μετάφραση: выходной, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνήσιος, πρωτότυπος, αρχικά, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, παραγωγής, έξοδος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выходец στα ελληνικά - μετανάστης, υιός, καμάρι, γιός, γιος, γιο, ο γιος
- выходка στα ελληνικά - ξεγελώ, τρικ, φρικιό, κόλπο, αφύσικο, τέχνασμα, το τέχνασμα, ...
- выходящий στα ελληνικά - πρωτότυπος, αρχικά, εξαιρετικός, γνήσιος, αφήνοντας, αφήνει, έβγαλε, ...
- выхолащивание στα ελληνικά - ευνουχισμός, ευνούχισμα, ευνουχισμό, ευνουχισμού, ο ευνουχισμός
Τυχαίες λέξεις
Выходной στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνήσιος, πρωτότυπος, αρχικά, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, παραγωγής, έξοδος
Μεταφράσεις: γνήσιος, πρωτότυπος, αρχικά, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, παραγωγής, έξοδος