Гай στα ελληνικά

Μετάφραση: гай, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άλσος, παιδί, τύπος, άνθρωπος, Guy, Ο Guy, τον Guy
Гай στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гаитянский στα ελληνικά - Αϊτής, της Αϊτής, haitian, Αϊτή
  • гаичка στα ελληνικά - χτύπημα, Tit, Τιτ, αιγίθαλος, βυζί
  • гайана στα ελληνικά - Γουιάνα, Γουιάνας, τη Γουιάνα, Γουϊάνας, Γουϊάνα
  • гайдроп στα ελληνικά - σχοινί-οδηγό
Τυχαίες λέξεις
Гай στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άλσος, παιδί, τύπος, άνθρωπος, Guy, Ο Guy, τον Guy