Гашение στα ελληνικά
Μετάφραση: гашение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαφάνιση, ακύρωση, αφανισμός, απόσβεση, σβήσιμο, σβέσης, σβέση, βαφής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гафель στα ελληνικά - καμάκι, αγγίστρο, gaff, πικιού, άγκιστρο
- гафний στα ελληνικά - άφνιο, χάφνιο, αφνίου, χαφνίου, το άφνιο
- гашетка στα ελληνικά - σκανδάλη, ενεργοποίησης, σκανδάλης, έναυσμα, της σκανδάλης
- гашиш στα ελληνικά - κρότος, βροντώ, βρόντος, γδούπος, χασίσι, χασίς, χασισιού, ...
Τυχαίες λέξεις
Гашение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαφάνιση, ακύρωση, αφανισμός, απόσβεση, σβήσιμο, σβέσης, σβέση, βαφής
Μεταφράσεις: εξαφάνιση, ακύρωση, αφανισμός, απόσβεση, σβήσιμο, σβέσης, σβέση, βαφής