Ген στα ελληνικά

Μετάφραση: ген, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γονίδιο, γονιδίου, γονίδιο που, γονιδιακή, γονιδιακής
Ген στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гемофилия στα ελληνικά - αιμοφιλία, αιμορροφιλία, αιμοφιλίας, αιμορροφιλίας, η αιμοφιλία
  • гемпшир στα ελληνικά - Hampshire, Χάμσαϊρ, Χαμπσάιρ, Χάμσαιρ, Χαμσάιρ
  • генеалогический στα ελληνικά - γενεαλογικός, γενεαλογικών, γενεαλογικούς, γενεαλογικού χαρακτήρα, γενεαλογικού χαρακτήρα που
  • генеалогия στα ελληνικά - οικογένεια, παρατάσσω, γραμμή, ρυτίδα, επενδύω, ράτσα, γενεαλογία, ...
Τυχαίες λέξεις
Ген στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γονίδιο, γονιδίου, γονίδιο που, γονιδιακή, γονιδιακής