Гора στα ελληνικά
Μετάφραση: гора, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεβαίνω, στοιβάδα, λόφος, βλαστός, εκτινάσσω, κόβω, αυξάνομαι, όρος, πυροβολώ, βουνό, έπεσα, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гонять στα ελληνικά - οδηγώ, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα
- гоняться στα ελληνικά - κυνηγώ, βλέπω, κυνηγητό, καταδίωξη, Chase, κυνηγήσει, κυνήγι
- гораздо στα ελληνικά - μακριά, πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος
- гораций στα ελληνικά - Οράτιος, Horace, ο Οράτιος, Οράτιο, τον Οράτιο
Τυχαίες λέξεις
Гора στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, στοιβάδα, λόφος, βλαστός, εκτινάσσω, κόβω, αυξάνομαι, όρος, πυροβολώ, βουνό, έπεσα, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, στοιβάδα, λόφος, βλαστός, εκτινάσσω, κόβω, αυξάνομαι, όρος, πυροβολώ, βουνό, έπεσα, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό