Дать στα ελληνικά
Μετάφραση: дать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιχορηγώ, σοδειά, υποτροφία, δίνω, χορηγώ, απονέμω, καθιστώ, εφαρμόζω, συσκέπτομαι, προσφέρω, διοικώ, παραγωγή, επίδομα, κάνω, νονός, παραδίνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- датчанка στα ελληνικά - Δανός, Dane, ΔΑΝΕ, Δανό, της ΔΑΝΕ
- датчик στα ελληνικά - αισθητήρας, ανιχνευτής, αισθητήρα, του αισθητήρα, αισθητήρων, αισθητήριο
- даться στα ελληνικά - αφήνω, επιτρέπω, να δοθεί, πρέπει να δοθεί, που πρέπει να δοθεί, που πρέπει να παρέχονται, πρέπει να παρέχονται
- даун στα ελληνικά - κάτω, πούπουλο, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
Τυχαίες λέξεις
Дать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιχορηγώ, σοδειά, υποτροφία, δίνω, χορηγώ, απονέμω, καθιστώ, εφαρμόζω, συσκέπτομαι, προσφέρω, διοικώ, παραγωγή, επίδομα, κάνω, νονός, παραδίνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Μεταφράσεις: επιχορηγώ, σοδειά, υποτροφία, δίνω, χορηγώ, απονέμω, καθιστώ, εφαρμόζω, συσκέπτομαι, προσφέρω, διοικώ, παραγωγή, επίδομα, κάνω, νονός, παραδίνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να