Дезинфицировать στα ελληνικά

Μετάφραση: дезинфицировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολυμαίνω, εκκαθαρίζω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται
Дезинфицировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дезинтегрировать στα ελληνικά - θραύσμα, κομματάκι, αποσυντεθεί, αποσυντίθενται, διαλυθεί, διασπώνται, αποσαθρώνονται
  • дезинфекция στα ελληνικά - απολύμανση, απολύμανσης, την απολύμανση, η απολύμανση, της απολύμανσης
  • дезинфицирующий στα ελληνικά - απολυμαντικό, απολυμαντικού, απολυμαντική, απολύμανσης, απολυμαντικά
  • дезинформация στα ελληνικά - παραπληροφόρηση, παραπληροφόρησης, την παραπληροφόρηση, η παραπληροφόρηση, της παραπληροφόρησης
Τυχαίες λέξεις
Дезинфицировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολυμαίνω, εκκαθαρίζω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται