Делопроизводство στα ελληνικά

Μετάφραση: делопроизводство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογιστική, γραφική εργασία, εργασία γραφείου, υπαλληλική εργασία, ετοιμασία και διεκπεραίωση, γραφειακή εργασία
Делопроизводство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • деловой στα ελληνικά - απασχολημένος, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
  • делопроизводитель στα ελληνικά - συγγραφέας, υπάλληλος, υπάλληλο, γραμματέα, γραμματέας, υπαλλήλου
  • дельно στα ελληνικά - χωριστά, ξεχωριστά, χωριστή, μεμονωμένα
  • дельный στα ελληνικά - πειθήνιος, αποδοτικός, απασχολημένος, αποτελεσματικός, πρακτικός, επιτήδειος, ικανός, ...
Τυχαίες λέξεις
Делопроизводство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογιστική, γραφική εργασία, εργασία γραφείου, υπαλληλική εργασία, ετοιμασία και διεκπεραίωση, γραφειακή εργασία