Должностной στα ελληνικά
Μετάφραση: должностной, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιωματικός, επίσημος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- должник στα ελληνικά - δανειζόμενος, οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
- должное στα ελληνικά - απαιτούμενος, πρέπων, φόρος, φόρο τιμής, αφιέρωμα, φόρος τιμής, αφιερώματος
- должность στα ελληνικά - σταθμός, συνάντηση, κατάσταση, θέση, τοποθετώ, θώκος, διορισμός, ...
- должный στα ελληνικά - πρέπων, σωστός, καθωσπρέπει, ευπρεπής, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Должностной στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιωματικός, επίσημος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
Μεταφράσεις: αξιωματικός, επίσημος, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο