Достать στα ελληνικά
Μετάφραση: достать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφαλής, παίρνω, διασφαλίζω, εδραιώνω, φτάνω, αποκτώ, ασφαλίζω, πάρει, πάρετε, να πάρει, να πάρετε, λάβετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- достаточность στα ελληνικά - επάρκεια, επάρκειας, την επάρκεια, αυτάρκεια, αυτάρκειας
- достаточный στα ελληνικά - αρκετός, εύσχημος, άφθονος, ευπρεπής, επαρκής, νισάφι, πρέπων, ...
- достигаемый στα ελληνικά - επιτεύξιμο, επιτεύξιμη, εφικτό, εφικτοί, να επιτευχθεί
- достигает στα ελληνικά - ρου, φτάνει, φθάνει, φθάσει
Τυχαίες λέξεις
Достать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφαλής, παίρνω, διασφαλίζω, εδραιώνω, φτάνω, αποκτώ, ασφαλίζω, πάρει, πάρετε, να πάρει, να πάρετε, λάβετε
Μεταφράσεις: ασφαλής, παίρνω, διασφαλίζω, εδραιώνω, φτάνω, αποκτώ, ασφαλίζω, πάρει, πάρετε, να πάρει, να πάρετε, λάβετε