Дрессировать στα ελληνικά
Μετάφραση: дрессировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμαξοστοιχία, σπάζω, τρένο, εκπαιδεύω, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дренировать στα ελληνικά - στραγγίζω, τάφρος, οχετός, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, ...
- дрессированный στα ελληνικά - εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους
- дрессировка στα ελληνικά - προπόνηση, προπονούμενος, μόρφωση, εκπαίδευση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, ...
- дрессировщик στα ελληνικά - προπονητής, εκπαιδευτής, γυμναστής, εκπαιδευτή, προπονητή
Τυχαίες λέξεις
Дрессировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμαξοστοιχία, σπάζω, τρένο, εκπαιδεύω, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Μεταφράσεις: αμαξοστοιχία, σπάζω, τρένο, εκπαιδεύω, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας