Дрожать στα ελληνικά
Μετάφραση: дрожать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκίνηση, σαλεύω, ριγώ, τρέμω, κουνώ, τρεμοπαίζω, ανατριχίλα, τρεμουλιάζω, τουρτουρίζω, τρέμουν, τρέμει, να τρέμουν, να τρέμει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дрогнуть στα ελληνικά - ανατριχίλα, μηχανάκι, ορτύκι, υποχωρώ, τουρτουρίζω, τρέμω, τρεμουλιάζω, ...
- дрожание στα ελληνικά - τρεμουλιάζω, τρέμω, τρεμούλα, τρεμοπαίζω, τρεμούλιασμα, ταραχή, κραδασμός, ...
- дрожащий στα ελληνικά - επισφαλής, τρεμουλιαστός, τρεμάμενος, τρεμουλιαστό, τρεμουλιαστή, τρομώδης
- дрожжевой στα ελληνικά - ζύμη, ζύμης, Μαγιά, Yeast, μαγιάς
Τυχαίες λέξεις
Дрожать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκίνηση, σαλεύω, ριγώ, τρέμω, κουνώ, τρεμοπαίζω, ανατριχίλα, τρεμουλιάζω, τουρτουρίζω, τρέμουν, τρέμει, να τρέμουν, να τρέμει
Μεταφράσεις: συγκίνηση, σαλεύω, ριγώ, τρέμω, κουνώ, τρεμοπαίζω, ανατριχίλα, τρεμουλιάζω, τουρτουρίζω, τρέμουν, τρέμει, να τρέμουν, να τρέμει