Душистый στα ελληνικά
Μετάφραση: душистый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλυκός, ευώδης, καραμέλα, αρωματικός, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές
Μεταφράσεις
- душераздирающий στα ελληνικά - εκστατικός, σκανδαλώδης, εξωφρενικός, σπαραξικάρδιος, σπαρακτική, αποκαρδιωτική, σπαραξικάρδιο, ...
- душещипательный στα ελληνικά - καλόψυχος, αισθαντική, soulful, εκφραστική, εκφραστικά
- душитель στα ελληνικά - σφικτό περιδέραιο, σφικτό, τσόκερ, Τσόκερ από, choker
- душить στα ελληνικά - μυρωδιά, ασφυκτιώ, οσμή, πνίγω, ευωδία, άρωμα, στραγγαλίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Душистый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλυκός, ευώδης, καραμέλα, αρωματικός, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές
Μεταφράσεις: γλυκός, ευώδης, καραμέλα, αρωματικός, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές