Женатый στα ελληνικά
Μετάφραση: женатый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- жемчужный στα ελληνικά - μαργαριτάρι, μαργαριταρένια, μαργαριταριών, μαργαριτάρια, μαργαριταρένιο
- жена στα ελληνικά - γυναίκα, σύζυγος, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα
- женева στα ελληνικά - Γενεύη, Γενεύης, της Γενεύης, Geneva
- женить στα ελληνικά - παντρεύομαι, παντρευτούν, παντρευτεί, παντρεύονται, να παντρευτεί, παντρεψει
Τυχαίες λέξεις
Женатый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι
Μεταφράσεις: παντρεμένη, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένοι