Παντρεμένος στα ρωσικά
Μετάφραση: παντρεμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
женатый, семейный, замужняя, супружеский, брачный, женат, женился, замуж, женился на, замужем
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παντρεμένος
παντρεμένος με αλλοδαπή ο καραϊσκάκης της χρυσής αυγής, παντρεμένος με παιδιά, παντρεμένος μπασκετμπολίστας άφησε έγκυο 18χρονη, παντρεμένος ερωτευμένος με άλλη, παντρεμένος ονειροκρίτης, παντρεμένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, παντρεμένος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- παντρειά στα ρωσικά - марьяж, супружеский, бракосочетание, брак, супружество, жениться, замуж, ...
- παντρεμένη στα ρωσικά - брачный, замужняя, женатый, супружеский, семейный, женат, женился, ...
- παντρεύομαι στα ρωσικά - венчаться, сочетать, соединять, женить, среда, ср, женился, ...
- παντόφλα στα ρωσικά - танкетка, башмак, полуботинок, ботинок, тапочка, тапочки, башмачок, ...
Τυχαίες λέξεις
Παντρεμένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: женатый, семейный, замужняя, супружеский, брачный, женат, женился, замуж, женился на, замужем
Μεταφράσεις: женатый, семейный, замужняя, супружеский, брачный, женат, женился, замуж, женился на, замужем