Жиреть στα ελληνικά
Μετάφραση: жиреть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφαντός, παίρνω, παχουλός, αποκτώ, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
Μεταφράσεις
- жир στα ελληνικά - χοντρός, λίπος, χόνδρος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
- жираф στα ελληνικά - καμηλοπάρδαλη, καμηλοπάρδαλης, giraffe
- жирно στα ελληνικά - fatly
- жирность στα ελληνικά - λίπους, παχύνει, fatness, πάχυνσης, κατάσταση παχύνσεως
Τυχαίες λέξεις
Жиреть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφαντός, παίρνω, παχουλός, αποκτώ, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
Μεταφράσεις: τροφαντός, παίρνω, παχουλός, αποκτώ, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των