Забиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: забиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκτώ, κρύβομαι, κρύβω, παίρνω, να γίνει σωριασμένο
Μεταφράσεις
- забеременеть στα ελληνικά - γίνομαι, αρμόζω, μείνετε έγκυος, έγκυος, μείνουν έγκυες, μείνει έγκυος, να μείνουν έγκυες
- забивать στα ελληνικά - πρόκα, κριάρι, στραγγαλίζω, εμβολίζω, φλομώνω, σφυροκοπώ, καρφί, ...
- забинтовать στα ελληνικά - επίδεσμος, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που
- забирать στα ελληνικά - συλλέγω, υπαναχωρώ., κατάσχω, δημεύω, παίρνω, αποσύρω, υπαναχωρώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Забиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκτώ, κρύβομαι, κρύβω, παίρνω, να γίνει σωριασμένο
Μεταφράσεις: αποκτώ, κρύβομαι, κρύβω, παίρνω, να γίνει σωριασμένο