Завалящий στα ελληνικά
Μετάφραση: завалящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άχρηστος, μακριά, μακρά, μακρύ, μακράς, μεγάλη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- заваль στα ελληνικά - μπλοκαρίσματα, αποφράξεις, παρεμποδίσεις, εμπλοκές, αποφράξεων
- заваляться στα ελληνικά - βρίσκομαι, διανύω, παραμένω, είμαι, είναι, να, να είναι, ...
- заваривать στα ελληνικά - εξαναγκάζω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, βράζω, ενσταλάζω, ετοιμάζω, ...
- заварить στα ελληνικά - μαγειρεύω, ποτό, βράσιμο, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κάνω, φτιάχνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Завалящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άχρηστος, μακριά, μακρά, μακρύ, μακράς, μεγάλη
Μεταφράσεις: άχρηστος, μακριά, μακρά, μακρύ, μακράς, μεγάλη