Завоевание στα ελληνικά
Μετάφραση: завоевание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάκτηση, πόρθηση, αιχμαλωτίζω, αρπάζω, αιχμαλωσία, κατάκτησης, κατάληψη, την κατάκτηση, άλωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- заводчик στα ελληνικά - κατασκευαστής, κτηνοτρόφος, δημιουργού, δημιουργός, δημιουργό, εκτροφέα
- заводь στα ελληνικά - λιμνούλα, ρεύμα, ρυάκι, πισίνα, στάσιμα νερά, τέλμα, backwater, ...
- завоеватель στα ελληνικά - κατακτητής, κατακτητή, νικητής, πορθητής, του κατακτητή
- завоевательный στα ελληνικά - επιθετικός, επιθετική, επιθετικό, επιθετικές, επιθετικά
Τυχαίες λέξεις
Завоевание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάκτηση, πόρθηση, αιχμαλωτίζω, αρπάζω, αιχμαλωσία, κατάκτησης, κατάληψη, την κατάκτηση, άλωση
Μεταφράσεις: κατάκτηση, πόρθηση, αιχμαλωτίζω, αρπάζω, αιχμαλωσία, κατάκτησης, κατάληψη, την κατάκτηση, άλωση