Закаливать στα ελληνικά
Μετάφραση: закаливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκληραίνω, περίοδο, νοστιμίζω, καταψύχω, περίοδος, σβήνω, οργή, ρίγος, διάθεση, παγερός, ανατριχίλα, μετριάζω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсорбирующий στα ελληνικά - απορροφητικός, απορροφητικό, απορροφητικού, απορροφητικά, απορροφητική, απορροφητικών
- акцент στα ελληνικά - άγχος, τόνος, συναγερμός, στρες, έμφαση, τρομάζω, τονίζω, ...
- демобилизовать στα ελληνικά - αποστρατεύω, αποστράτευση, την αποστράτευση, αποστρατεύσουν, αποστρατευθούν
- доход στα ελληνικά - επιστροφή, εξυπηρέτηση, επιτόκιο, ενδιαφέρον, τόκος, αισχρός, επιστρέφω, ...
Τυχαίες λέξεις
Закаливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκληραίνω, περίοδο, νοστιμίζω, καταψύχω, περίοδος, σβήνω, οργή, ρίγος, διάθεση, παγερός, ανατριχίλα, μετριάζω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
Μεταφράσεις: σκληραίνω, περίοδο, νοστιμίζω, καταψύχω, περίοδος, σβήνω, οργή, ρίγος, διάθεση, παγερός, ανατριχίλα, μετριάζω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει