Закупоривать στα ελληνικά
Μετάφραση: закупоривать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρίζα, βύσμα, πώμα, πώματος, πώμα από, βύσματος, τάπα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- весточка στα ελληνικά - νέα, ειδήσεις, News, είδηση, Επικαιρότητα
- грейс στα ελληνικά - χάρη, Χάριτος, Γκρέις, επιείκεια, χάρις
- грохотать στα ελληνικά - βροντές, μπουμπουνίζω, πάταγος, βροντώ, κραχ, κυλώ, κύλινδρος, ...
- деспот στα ελληνικά - κούρσα, δεσποτικός, αυτοκράτορας, δεσπότης, δεσπότη, δυνάστης, ο Δεσπότης, ...
Τυχαίες λέξεις
Закупоривать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρίζα, βύσμα, πώμα, πώματος, πώμα από, βύσματος, τάπα
Μεταφράσεις: πρίζα, βύσμα, πώμα, πώματος, πώμα από, βύσματος, τάπα