Замочить στα ελληνικά

Μετάφραση: замочить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, εμποτίζω, βουτώ στον καφέ, dunk, κάρφωμα, κάρφωμα του, καρφωμάτων
Замочить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспомощность στα ελληνικά - ανικανότητα, αδυναμίας, ανικανότητας, απελπισίας, της αδυναμίας
  • биржевой στα ελληνικά - παρακρατώ, απόθεμα, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος
  • величайший στα ελληνικά - ακραίος, ανώτατος, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μέγιστη, μεγαλύτερες
  • жеманство στα ελληνικά - επιτήδευση, εκζήτηση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
Τυχαίες λέξεις
Замочить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, εμποτίζω, βουτώ στον καφέ, dunk, κάρφωμα, κάρφωμα του, καρφωμάτων