Заострять στα ελληνικά

Μετάφραση: заострять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στίγμα, τονίζω, δείχνω, επιδεινώνω, αιχμή, ακονίζω, επισημαίνω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Заострять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • археологический στα ελληνικά - αρχαιολόγος, αρχαιολογικός, αρχαιολογικό, αρχαιολογικά, αρχαιολογικούς, αρχαιολογικών
  • безраздельно στα ελληνικά - εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
  • бухточка στα ελληνικά - ρεύμα, γωνία, εσοχή, ρυάκι, ορμίσκος, λιμανάκι, όρμο, ...
  • елочка στα ελληνικά - έλατο, ψαροκόκκαλο, ψαροκόκαλου, ψαροκόκαλο, σχέδιο ψαροκόκαλου, σταχυοειδούς
Τυχαίες λέξεις
Заострять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στίγμα, τονίζω, δείχνω, επιδεινώνω, αιχμή, ακονίζω, επισημαίνω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν