Затвердевать στα ελληνικά

Μετάφραση: затвердевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσμεύω, πεδικλώνω, δένω, κρουσταλλιάζω, παγώνω, καταψύχω, εμπεδώνω, εδραιώνω, βιβλιοδετώ, σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
Затвердевать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ангола στα ελληνικά - Αγκόλα, Ανγκόλα, Αγκόλας, την Αγκόλα, της Αγκόλας
  • атомность στα ελληνικά - ατομικότητα, ατομικότητας, την ατομικότητα, η ατομικότητα, της ατομικότητας
  • двинуть στα ελληνικά - σαλεύω, κίνηση, μετακομίζω, κινώ, μετακίνηση, μετάβαση, κινήσει, ...
  • долгоножка στα ελληνικά - μύγες, μυγών, τις μύγες, ευθεία, μύγες των
Τυχαίες λέξεις
Затвердевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσμεύω, πεδικλώνω, δένω, κρουσταλλιάζω, παγώνω, καταψύχω, εμπεδώνω, εδραιώνω, βιβλιοδετώ, σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει