Изведывать στα ελληνικά

Μετάφραση: изведывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρία, έρχομαι, izvedyvat
Изведывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блоховник στα ελληνικά - βλήχων, φλησκούνι, pennyroyal, γλήχονος, φλισκούνι
  • впрыскивать στα ελληνικά - εμφυσώ, εισάγω, παραδίνω, δίνω, ένεση, την ένεση, έγχυση, ...
  • голодовка στα ελληνικά - λιμός, απεργία πείνας, απεργίας πείνας
  • жеребьевка στα ελληνικά - ζωγραφίζω, επισύρω, έλκω, τραβώ, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, ...
Τυχαίες λέξεις
Изведывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρία, έρχομαι, izvedyvat