Изнашивание στα ελληνικά
Μετάφραση: изнашивание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειροτέρευση, απόξεση, αμυχή, τριβή, επιδείνωση, υποτίμηση, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- болеро στα ελληνικά - μπολερό, Bolero, μπολερό από, είδος γυναικείας ζακέτας, είδος ισπανικού χορού
- дееспособность στα ελληνικά - ικανότητα, αποτελεσματικότητα, δραστηριότητα, αρμοδιότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, ...
- демонический στα ελληνικά - δαιμονικός, δαιμονική, δαιμονικές, δαιμονικό, δαιμονικά
- дозволительный στα ελληνικά - επιτρεπόμενος, επιτρεπτός, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, επιτρεπόμενων
Τυχαίες λέξεις
Изнашивание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειροτέρευση, απόξεση, αμυχή, τριβή, επιδείνωση, υποτίμηση, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Μεταφράσεις: χειροτέρευση, απόξεση, αμυχή, τριβή, επιδείνωση, υποτίμηση, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν