Инспектор στα ελληνικά
Μετάφραση: инспектор, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιθεωρητής, επόπτης, επισκέπτης, ελεγκτής, τοπογράφος, επιτηρητής, επιθεωρητή, επιθεώρησης, ελεγκτή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вздуть στα ελληνικά - φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
- вширь στα ελληνικά - broadwise
- гагара στα ελληνικά - δύτης, Loon, παλαβός, Λοόν, Λουν, ίοοη
- двоение στα ελληνικά - διακλάδωση, διακλάδωσης, διχασμό, διχασμού, διακλαδώσεως
Τυχαίες λέξεις
Инспектор στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιθεωρητής, επόπτης, επισκέπτης, ελεγκτής, τοπογράφος, επιτηρητής, επιθεωρητή, επιθεώρησης, ελεγκτή
Μεταφράσεις: επιθεωρητής, επόπτης, επισκέπτης, ελεγκτής, τοπογράφος, επιτηρητής, επιθεωρητή, επιθεώρησης, ελεγκτή