Интенсивный στα ελληνικά
Μετάφραση: интенсивный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξυδερκής, γενναιόδωρος, βίαιος, εντατικός, έντονος, ανοιχτοχέρης, επιτακτικός, ενδιαφερόμενος, εντατική, έντασης, εντατικής, εντατικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арифметика στα ελληνικά - αριθμητική, μαθηματικά, αριθμητικός, αριθμητικό, αριθμητικής, αριθμητικού
- баобаб στα ελληνικά - Baobab, αδανσωνιών, μπαομπάμπ
- брызгать στα ελληνικά - ραντιστήρι, πιτσιλίζω, πασπαλίζω, πασπάλισμα, αεριωθούμενο, ραντίζω, πετώ, ...
- гулянье στα ελληνικά - σεργιανίζω, περπατώ, περίπατος, χώρο περιπάτου, περιπάτου, περίπατο, παραλιακό δρόμο
Τυχαίες λέξεις
Интенсивный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξυδερκής, γενναιόδωρος, βίαιος, εντατικός, έντονος, ανοιχτοχέρης, επιτακτικός, ενδιαφερόμενος, εντατική, έντασης, εντατικής, εντατικές
Μεταφράσεις: οξυδερκής, γενναιόδωρος, βίαιος, εντατικός, έντονος, ανοιχτοχέρης, επιτακτικός, ενδιαφερόμενος, εντατική, έντασης, εντατικής, εντατικές