Искривить στα ελληνικά
Μετάφραση: искривить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρνω, καμπυλώνεται, κακοποιός, σκύβω, στροφή, απατεώνας, στρεβλώνω, κάμψη, κάμψης, καμπή, καμπής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арканзас στα ελληνικά - AR, αναλυτικό αντιδραστήριο, ΑΚ, ΑΡ
- вестибюль στα ελληνικά - πλατφόρμα, εξέδρα, αίθουσα, προθάλαμος, λόμπι, είσοδος, καταχώρηση, ...
- вмятина στα ελληνικά - βαθούλωμα, στραπατσάρισμα, βαθουλώνω, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent
- детализация στα ελληνικά - προσδιορισμός, προδιαγραφές, προδιαγραφή, προδιαγραφών, περιγραφή
Τυχαίες λέξεις
Искривить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρνω, καμπυλώνεται, κακοποιός, σκύβω, στροφή, απατεώνας, στρεβλώνω, κάμψη, κάμψης, καμπή, καμπής
Μεταφράσεις: γέρνω, καμπυλώνεται, κακοποιός, σκύβω, στροφή, απατεώνας, στρεβλώνω, κάμψη, κάμψης, καμπή, καμπής