Испестрить στα ελληνικά
Μετάφραση: испестрить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρος, βούλα, σπυρί, εντοπίζω, ispestrit
Μεταφράσεις
- безоговорочно στα ελληνικά - άνευ όρων, ανεπιφύλακτα, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτη
- гальванизм στα ελληνικά - γαλβανισμός, γαλβανισμένο, γαλβανισμού, γαλβανισμένη, γαλβανισμό
- гипноз στα ελληνικά - ύπνωση, ύπνωσης, την ύπνωση, η ύπνωση, της ύπνωσης
- жаберный στα ελληνικά - βραγχιακός, βραγχιακής, βραγχιακό, βραγχιακή, βραγχιακών
Τυχαίες λέξεις
Испестрить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρος, βούλα, σπυρί, εντοπίζω, ispestrit
Μεταφράσεις: μέρος, βούλα, σπυρί, εντοπίζω, ispestrit