Исследовать στα ελληνικά
Μετάφραση: исследовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξετάζω, σπουδές, γερός, ερευνώ, κτηνίατρος, έρευνα, φωνή, ερωτώ, αναλύω, σπουδάζω, βλέπω, εξερευνώ, γραφείο, αναζήτηση, μελέτη, ήχος, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беречься στα ελληνικά - αποφεύγω, προσοχή, beware, προσέξτε, προσέξουμε, προσέχετε
- валгалла στα ελληνικά - Valhalla, Βαλχάλλα, γιορτή της Βαλχάλα, Βαλχάλα
- вознамериваться στα ελληνικά - σκοπεύω, αποφασίζω, voznamerivatsya
- выстроить στα ελληνικά - ρυτίδα, γραμμή, κορμοστασιά, ευθυγραμμίζω, εμβέλεια, μπόι, φάσμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Исследовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξετάζω, σπουδές, γερός, ερευνώ, κτηνίατρος, έρευνα, φωνή, ερωτώ, αναλύω, σπουδάζω, βλέπω, εξερευνώ, γραφείο, αναζήτηση, μελέτη, ήχος, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
Μεταφράσεις: εξετάζω, σπουδές, γερός, ερευνώ, κτηνίατρος, έρευνα, φωνή, ερωτώ, αναλύω, σπουδάζω, βλέπω, εξερευνώ, γραφείο, αναζήτηση, μελέτη, ήχος, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε