Истекать στα ελληνικά

Μετάφραση: истекать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορίζω, ρέω, προσδιορίζω, απορρέω, χρόνος, στενά, πέρασμα, κυκλοφορώ, αποφασίζω, λήγω, περνώ, φορά, ώρα, καιρός, ροή, υπολογίζω, λήξει, λήγει, λήγουν, λήξουν, λήξη
Истекать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апробированный στα ελληνικά - εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε
  • блевотина στα ελληνικά - ξερνώ, κάνω εμετό, ξέρασμα, εμετό, κάνει εμετό, να κάνει εμετό
  • ведомость στα ελληνικά - ηχογραφώ, κύλινδρος, εγγράφομαι, καταχωρώ, κατάσταση, καταγράφω, στρώμα, ...
  • дека στα ελληνικά - οδηγώ, κατάστρωμα, καταστρώματος, τράπουλα, γέφυρα, θάλαμο
Τυχαίες λέξεις
Истекать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορίζω, ρέω, προσδιορίζω, απορρέω, χρόνος, στενά, πέρασμα, κυκλοφορώ, αποφασίζω, λήγω, περνώ, φορά, ώρα, καιρός, ροή, υπολογίζω, λήξει, λήγει, λήγουν, λήξουν, λήξη