Истекший στα ελληνικά
Μετάφραση: истекший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρελθόν, περασμένος, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- батя στα ελληνικά - πατέρας, μπαμπάς, μπαμπά, τον μπαμπά, ο μπαμπάς, Dad
- впятеро στα ελληνικά - πενταπλάσια, πενταπλασιάστηκαν, πενταπλάσιο, πενταπλασιάστηκε, πενταπλό
- долгосрочный στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
- жадина στα ελληνικά - κορμοράνος, Meanie
Τυχαίες λέξεις
Истекший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρελθόν, περασμένος, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων
Μεταφράσεις: παρελθόν, περασμένος, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων