Исцеление στα ελληνικά

Μετάφραση: исцеление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάρρωση, καπνίζω, θεραπεύω, παστώνω, αλατίζω, επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, την επούλωση, θεραπευτικές
Исцеление στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспересадочный στα ελληνικά - σκηνοθετώ, καθοδηγώ, thro, τα thro
  • бесспорность στα ελληνικά - αδιαφιλονίκητο, αναμφισβήτητο
  • биосинтез στα ελληνικά - βιοσύνθεση, βιοσύνθεσης, τη βιοσύνθεση, της βιοσύνθεσης, βιοσύνθεση της
  • гад στα ελληνικά - κουνάβι, παλιάνθρωπος, Skunk, μεφιτίδων, μεφίτιδα, Το Skunk
Τυχαίες λέξεις
Исцеление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάρρωση, καπνίζω, θεραπεύω, παστώνω, αλατίζω, επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, την επούλωση, θεραπευτικές