Кассовый στα ελληνικά

Μετάφραση: кассовый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Кассовый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ателье στα ελληνικά - στούντιο, Studio, το στούντιο, ατελιέ
  • беспристрастность στα ελληνικά - αποκόλληση, ευθυδικία, αδιαφορία, αμεροληψία, αμεροληψίας, την αμεροληψία, της αμεροληψίας, ...
  • вместиться στα ελληνικά - πηγαίνω, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει, χωράει, κατάλληλα
  • домочадцы στα ελληνικά - οικιακός, οικογένεια, σπιτικό, σπίτι, νοικοκυριό, οικιακών, νοικοκυριού, ...
Τυχαίες λέξεις
Кассовый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών