Клинический στα ελληνικά
Μετάφραση: клинический, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλινικός, κλινικές, κλινική, κλινικών, κλινικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взбесить στα ελληνικά - αποπαίρνω, προκαλώ, εξαγριώνω, παρενοχλώ, ενοχλώ, ερεθίζω, εξαγριώ, ...
- вокализация στα ελληνικά - εκφώνηση, φωνοποίηση, τραγούδημα, φώνηση, φώνησης
- духи στα ελληνικά - μυρωδιά, άρωμα, ευωδία, ευωδιά, οσμή, αρώματος, αρώματα, ...
- завоевательный στα ελληνικά - επιθετικός, επιθετική, επιθετικό, επιθετικές, επιθετικά
Τυχαίες λέξεις
Клинический στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλινικός, κλινικές, κλινική, κλινικών, κλινικά
Μεταφράσεις: κλινικός, κλινικές, κλινική, κλινικών, κλινικά