Κλινικός στα ρωσικά

Μετάφραση: κλινικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клинический, клиническая, клиническое, клинической, клинических
Κλινικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλινικός

κλινικός παθολογοανατόμος, κλινικός διαιτολόγος, κλινικός φαρμακοποιός, κλινικός υποθυρεοειδισμός, κλινικόσ καθηγητήσ, κλινικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, κλινικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κλιμακώνομαι στα ρωσικά - расширять, обострять, обостряется, возрастает, эскалации, обостряет, перерастает
  • κλινική στα ρωσικά - лечебница, медпункт, амбулатория, больница, диспансер, клиника, клиники, ...
  • κλινοσκεπάσματα στα ρωσικά - белье, полотняный, полотно, белизна, бельё, кастелянша, холщовый, ...
  • κλονισμός στα ρωσικά - вялить, рвануть, дрыгать, передергивать, вздрагивание, дергать, подёргивание, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλινικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: клинический, клиническая, клиническое, клинической, клинических