Комплект στα ελληνικά
Μετάφραση: комплект, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοπλισμός, βολεύω, σπείρα, συμπλήρωμα, αρμόζω, καθορισμένος, ακολουθία, συμμορία, τοποθετώ, σουίτα, εξυπηρετώ, κοστούμι, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бакалавр στα ελληνικά - Bachelor of Science, πτυχίο επιστημών, πτυχίο, πτυχίου, Άγαμος της επιστήμης
- ворсильщица στα ελληνικά - λιαναριστής, λανάρας, λανάρι, λαναριού, λανάρα
- двоевластие στα ελληνικά - διαρχία
- жом στα ελληνικά - θρυαλλίδα, φιτίλι, βαγάσσης, υπολείμματα ζαχαροκάλαμου, βαγάσση, υπολείμματα ζαχαροκαλάμου, κατάλοιπα αποχύμωσης
Τυχαίες λέξεις
Комплект στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοπλισμός, βολεύω, σπείρα, συμπλήρωμα, αρμόζω, καθορισμένος, ακολουθία, συμμορία, τοποθετώ, σουίτα, εξυπηρετώ, κοστούμι, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
Μεταφράσεις: εξοπλισμός, βολεύω, σπείρα, συμπλήρωμα, αρμόζω, καθορισμένος, ακολουθία, συμμορία, τοποθετώ, σουίτα, εξυπηρετώ, κοστούμι, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη